κοιμητήριο

κοιμητήριο
κοιμητήριο, το και κοιμητήρι, το
νεκροταφείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Βαλερί, Πολ — (Paul Valéry, Σετ, Ερό 1871 – Παρίσι 1945). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Μονπελιέ και από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Μαλαρμέ, ο οποίος επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ταλέντου του. Με την Εισαγωγή στη μέθοδο… …   Dictionary of Greek

  • Liste berühmter Begräbnisstätten — Inhaltsverzeichnis 1 Ägypten 2 Argentinien 3 Australien 4 Belgien 5 Brasilien 6 Chile 7 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste berühmter Friedhöfe — Inhaltsverzeichnis 1 Ägypten 2 Argentinien 3 Australien 4 Belgien 5 Brasilien 6 Chile 7 …   Deutsch Wikipedia

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • θαφτήρι — το νεκροταφείο, κοιμητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. θαπτήριον] …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • καμποσάντο — το ιερός χώρος, ιδίως χώρος για την ταφή τών νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camposanto «νεκροταφείο» (στην κυριολεξία «χώρος ιερός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”